υπνωτήριο(ν)

υπνωτήριο(ν)
τό
1) спальня (в казарме, лагере и т. п.); 2) спальный вагон; 3) каюта (на корабле)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "υπνωτήριο(ν)" в других словарях:

  • υπνωτήριο — το, Ν υπνοδωμάτιο, θάλαμος ύπνου για πολλά άτομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπνώνω + κατάλ. τήριο*] …   Dictionary of Greek

  • υπνωτήριο — το κοιτώνας για πολλά άτομα σε πλοίο, στρατώνα, οικοτροφείο κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοιμητήρι — και κοιμητήριο(ν), το (AM κοιμητήριον, Μ και κοιμηντήριον και κοιμητήρι και κοιμητήριν) [κοιμώμαι] το νεκροταφείο|| μσν. τάφος, μνήμα αρχ. τόπος για ύπνο, υπνωτήριο, κοιτώνας, υπνοδωμάτιο …   Dictionary of Greek

  • κοιτάριος — ία, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ κοιτάριον μικρός θάλαμος, κοιτώνας, υπνωτήριο αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κοίτη, στην κλίνη («κοιτάριαι σινδόνες») 2. το ουδ. ως ουσ. μικρή κλίνη, κρεβατάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + κατάλ. άριος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»